- κομουνισμός
- Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα πολιτικής δράσης. Είναι πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα και, συγχρόνως, κίνημα ομάδων, που τείνει να γίνει κίνημα μαζών, με καθαρά προλεταριακό και επαναστατικό χαρακτήρα, πιο σαφή από τον σοσιαλισμό, του οποίου όμως ο κ. θεωρείται τελική μορφή και πλήρης πραγματοποίηση. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί ότι οι θέσεις κ. και σοσιαλισμού προσεγγίζουν ή απομακρύνονται ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες.
Στην αρχαιότητα ο κ. δεν αποτέλεσε πάντα αποκλειστικά πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα, ώστε μπορεί να γίνει λόγος και περί στρατιωτικού και θρησκευτικού κ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι θεωρητικές αντιλήψεις και οι κοινωνικοί πειραματισμοί κομουνιστικού τύπου του παρελθόντος αποτέλεσαν θεωρητικά και εμπειρικά προηγούμενα, τα οποία χρησιμοποίησαν στα προγράμματά τους οι κομουνιστικές ομάδες και τα κόμματα από τον 19o αι. και ύστερα.
Μεταξύ των Ελλήνων αποίκων των νήσων του Αιόλου (σημερινό Λίπαρι) δημιουργήθηκαν μορφές στρατιωτικού κ. όπου οι άνδρες εκτελούσαν τον έναν χρόνο χρέη πολεμιστή και τον άλλο χρόνο γεωργού. Μορφές κοινοκτημοσύνης παρουσιάστηκαν επίσης σε θεσμούς της Κρήτης και της Σπάρτης, στις πυθαγόρειες κοινωνίες, στις θεωρίες του Φαλέως του Χαλκηδονίου και του Ιπποδάμου του Μιλησίου, τους οποίους αναφέρει ο Αριστοτέλης, ενώ αντιλήψεις κοινοκτημοσύνης σατιρίζει ο Αριστοφάνης στις Εκκλησιάζουσες, γεγονός που έμμεσα μαρτυρεί τη διάδοσή τους. Επιστροφή στη φύση και κοινοκτημοσύνη των αγαθών υποστήριζαν οι κυνικοί Αντισθένης και Διογένης. Ο Πλάτων στην Πολιτεία και στους Νόμους του προσφέρει μια όψη του προβλήματος, που περιορίζεται στους φρουρούς του κράτους, αλλά είχε μεγάλη αξία ως παράδειγμα. Οι πλατωνικές αντιλήψεις ξαναπαρουσιάστηκαν στον Πλωτίνο, στον Πορφύριο και στον Ιαμβούλο, του οποίου η Πολιτεία του Ηλίου έχει ως βάση την κεντρική ιδέα της εργασίας για όλους. Οι θεωρίες όμως και οι πραγματοποιήσεις της κλασικής εποχής σχετικά με την κοινοκτημοσύνη στηρίχθηκαν ουσιαστικά σε νοητικά σχήματα. Νέες ηθικές ζυμώσεις εμφανίστηκαν με τον χριστιανισμό, στις πρώτες κοινότητες, στις οποίες ωστόσο δεν αναζητήθηκαν λύσεις για τα επίγεια προβλήματα, αλλά περισσότερο η αποφυγή των τελευταίων. Ο μεσσιανισμός, υπόσχεση της επικείμενης έλευσης της βασιλείας του θεού, αφού ενέπνευσε στους πρώτους χριστιανούς την περιφρόνηση προς τα εγκόσμια αγαθά και τη διακαή επιθυμία του καθαρμού, και στη συνέχεια, κατά τον Μεσαίωνα, θρησκευτικά κινήματα και αιρετικά ρεύματα όπως των Καθαρών, των Παταρινών, των Φτωχών Λομβαρδών κ.ά., ξαναπαρουσιάστηκε στον Ντα Φιόρε και στον Φρα Ντολτσίνο, στους οποίους τα θρησκευτικά κίνητρα συνδυάστηκαν με τις κοινωνικές διεκδικήσεις των φτωχών, και ενέπνευσε τέλος, μετά τη Μεταρρύθμιση, τον Μίνστερ και τους Αναβαπτιστές.
Η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου έκανε γνωστή την ύπαρξη μορφών ζωής με πρότυπα της κοινοκτημοσύνης στους προκολομβιανούς πολιτισμούς της Αμερικής και ειδικά στην αυτοκρατορία των Ίνκας, που ήταν εγκατεστημένη σε μεγάλες περιοχές της Νότιας Αμερικής.
Η κρίση της ευρωπαϊκής κοινωνίας του 16ου αι. εκφράστηκε, όχι μόνο στις τραγικές εξεγέρσεις των χωρικών αλλά και σε πνευματικές αναζητήσεις, ιδιαίτερα στην Ουτοπία (Libellus de optimo reipublicae statu deque nova insula Utopia, 1516) του Τόμας Μουρ, στην οποία ο κ. παρουσιάζεται ως το ιδεώδες σύστημα, και στην Πολιτεία του Ήλιου (Civitas Solis, 1623) του Καμπανέλα, κείμενα που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση των μεταγενέστερων θεωρητικών και πολιτικών προπαγανδιστών. Ο αιώνας της εμπιστοσύνης στα φώτα της λογικής και της επιστροφής στη φύση προσέφερε ένα αισιόδοξο όραμα κομουνιστικής κοινωνίας, τέλειας στη φυσικότητά της, με τον Κώδικα της φύσεως (Code de la nature, 1755) του Μορελί. Τον 18o αι. άρχισε επίσης η πολεμική κατά της ατομικής ιδιοκτησίας με τους Μελιέ, Μαμπλί και Ρουσό. Ωστόσο, η πολεμική αυτή δεν μετουσιώθηκε σε πράξεις κατά τη Γαλλική επανάσταση του 1789, η οποία πρακτικά προσανατολίστηκε προς μεταρρυθμιστικές κατευθύνσεις, ενώ μοναδική εκδήλωσή της αποτέλεσε η αποκαλούμενη Συνωμοσία των Ίσων του Μπαμπέφ το 1796, η οποία όμως καταπνίγηκε στο αίμα.
Με τη Βιομηχανική επανάσταση στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ πήρε μορφή και απέκτησε συνείδηση η νέα τάξη του προλεταριάτου, το πρόβλημα του δικαιώματος της εργασίας, που αντιμετωπίστηκε επιστημονικά από τον Ρικάρντο και τον Σμιθ, μετατράπηκε σε πρόβλημα του δικαιώματος επί ολοκλήρου του προϊόντος της εργασίας με την Ένωση των Εργατών και τον χαρτισμό, πάντοτε στη Μεγάλη Βρετανία και, αργότερα, με τον γερμανικό επιστημονικό κ. Με τη μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, την ουτοπία διαδέχτηκε η φάση της κριτικής. Κριτική και ουτοπία όμως αναμειγνύονταν ακόμα στον Σεν-Σιμόν, στον Όουεν και στον Φουριέ, στους οποίους η παλιά εμπιστοσύνη στο φυσικό δίκαιο, που θεωρήθηκε τέλειο, τροφοδοτήθηκε από νέες θρησκευτικές ζυμώσεις. Ουτοπία χαρακτηρίζεται ακόμα και το Ταξίδι στην Ικαρία (Voyage en Icarie, 1840) του Καμπέ, αλλά ο Καμπέ ήταν συγχρόνως και άνθρωπος της δράσης, που γνώριζε καλά τη σημασία του τύπου και της προπαγάνδας. Οι καμπετιστές και οι νεομπαμπεφιστές μετά την επανάσταση του 1830 διατύπωσαν το χαρακτηριστικό σύνθημα «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», στο οποίο θα αρκούσε να προστεθεί «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του». Από τον μπαμπεφισμό ξεκίνησε η ιδέα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας για την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων. Η ίδια ιδέα συναντάται και στον Μπλαν –που προσπάθησε να πραγματοποιήσει με την πολιτική εξουσία κατά την επανάσταση του 1848 τα εθνικά εργαστήρια (ateliers nationaux)– στον Μπαρμπές και στον Μπλανκί –τον οποίο ο Μαρξ θεωρούσε ως τον σταθερότερο αρχηγό του γαλλικού κ.– και τελικά στον Προυντόν, τη σημαντικότερη φυσιογνωμία του γαλλικού κ. (οι επιθέσεις του οποίου εναντίον της ιδιοκτησίας, την οποία κατήγγειλε ως κλοπή, και οι διαμάχες του με τον Μαρξ έμειναν στην ιστορία). Από όλα αυτά τα ρεύματα, καθώς και από τον αναρχισμό του Μπακούνιν και τον μετριοπαθή σοσιαλισμό του Λασάλ, διαφοροποιείται –μολονότι δανείζεται μερικές θέσεις τους ή και συμπορεύεται κάποτε μαζί τους για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους– ο επιστημονικός κ. των Μαρξ και Ένγκελς, που διατυπώθηκε στο Μανιφέστο του Κομουνιστικού κόμματος (Manifest der Kommunistischen Partei, 1848) και συστηματοποιήθηκε στη συνέχεια στο Κεφάλαιο (Das Kapital) του Μαρξ.
Ο κριτικός ή επιστημονικός κ., στηριζόμενος στη διαλεκτική της ιστορίας, που νοείται ως ταξική πάλη, εμφανίζεται ως έκφραση του προλεταριάτου, το οποίο θα πρέπει να αντικαταστήσει την αστική ιδιοκτησία με την κοινωνική και να επαναφέρει τον εργαζόμενο, ο οποίος αποτελεί εμπόρευμα για το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, στην αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου. Επιδιώκει, λοιπόν, να προσδώσει συνείδηση και ενότητα στο διεθνές προλεταριάτο («Προλετάριοι όλων χωρών ενωθείτε») και να ασχοληθεί με την επεξεργασία της τακτικής του κόμματος.
Μετά την αντίδραση του 1849 στη Γαλλία, οι κομουνιστές και οι σοσιαλιστές της ηπειρωτικής Ευρώπης κατέφυγαν στο Λονδίνο και ακολούθησε μακρά περίοδος προπαρασκευής, κατά την οποία ήταν ήδη διακριτά τα δύο ρεύματα, το μεταρρυθμιστικό-ρεφορμιστικό (που επρόκειτο να καταλήξει αργότερα στη σοσιαλδημοκρατία) και το επαναστατικό-αδιάλλακτο (από το οποίο προήλθε αντίθετα ο καθαυτό κ.) που χαρακτήρισαν την κατοπινή ιστορία του κινήματος. Η A’ Κομουνιστική Διεθνής (Διεθνής Ένωση των Εργατών), που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1864 και διαλύθηκε από τον Μαρξ το 1876, χαρακτηρίστηκε από τον αγώνα εναντίον του αναρχικού εξτρεμισμού του Μπακούνιν και τη διαμάχη με τον Προυντόν. Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της περιόδου υπήρξε η εξέγερση του Παρισιού (1871), η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με το πείραμα της Κομούνας του Παρισιού (βλ. λ.), το οποίο ουσιαστικά ήταν εμπνευσμένο από τον μαρξιστικό κολεκτιβισμό και, παρά την αποτυχία του, αντιπροσωπεύει την πρώτη επαφή της θεωρίας με τις μάζες. Ο ρεφορμισμός όμως διέσπασε το εργατικό μέτωπο και εγκαινίασε την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας, κυρίως της γερμανικής, με τη B’ Διεθνή (1889) –η οποία μετέτρεψε την επαναστατική πράξη σε δραστηριότητα του κόμματος, το οποίο, μέσω της κοινοβουλευτικής δράσης, ενεργεί στους κόλπους του αστικού κράτους– και με την έντονη διαφοροποίηση μεταξύ κόμματος και συνδικάτων.
Η μακρά περίοδος, περίπου από το 1880 έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, σηματοδότησε την προσωρινή χρεοκοπία του ορθόδοξου, μαρξιστικού κ. Στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία, ωστόσο, η έλλειψη συνδικαλιστικής οργάνωσης συνέδεε περισσότερο την εργατική μάζα με το κόμμα και δεν μειώθηκε η επαναστατική ορμή, όπως μαρτυρεί η βιαιότητα των απεργιών μεταξύ 1880 και 1890 και η επανάσταση του 1905, την οποία ο Τρότσκι χαρακτηριστικά ονόμασε «γενική δοκιμή». Στο μεταξύ, το 1903 είχε δημιουργηθεί το σχίσμα στους κόλπους του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, μεταξύ των ήπιων μενσεβίκων (= μειοψηφία) με αρχηγό τον Μάρτοφ και των πιο αδιάλλακτων μπολσεβίκων (= πλειοψηφία), επικεφαλής των οποίων ήταν ο Λένιν, ενώ ο επιστημονικός κ. αντιπροσωπεύεται στα κείμενα του Πλεχάνοφ και του Λένιν. Τα Τι να κάνουμε; και Οι θέσεις του Απρίλη, του 1917, που έγραψε ο Λένιν, καθόρισαν τις κατευθύνσεις της επαναστατικής δράσης του κόμματος, που γρήγορα μετονομάστηκε σε Ρωσικό Κομουνιστικό (μπολσεβικικό) Κόμμα.
Η Ρωσική επανάσταση του 1917 αποτέλεσε τη σχεδόν ολοκληρωτική εφαρμογή των λενινιστικών αρχών, που στηρίζονται σε μια ανάλυση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, η οποία συνεπάγεται τη βεβαιότητα της κεραυνοβόλας επαναστατικής δράσης μέσω μιας δυναμικής μειοψηφίας, συνδεδεμένης στενά με τις κατευθύνσεις του κομουνιστικού κόμματος, πραγματικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου. Η δυνατότητα να περάσει ο μαρξισμός στη συγκεκριμένη δράση ήταν συνεπώς δυνατή, τουλάχιστον σε μία και μόνο χώρα, αν καιο Λένιν θεωρούσε πιθανές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις με κομουνιστική κατεύθυνση και σε άλλες χώρες και προέβλεπε μια παγκόσμια επανάσταση. Η τάξη του προλεταριάτου, μέσω της πολιτικής της οργάνωσης, που είναι το κόμμα, κατέλαβε την εξουσία –δικτατορία του προλεταριάτου– για να κατευθύνει τη χώρα προς τον σοσιαλισμό, που σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία είναι η πρώτη και απαραίτητη φάση του κ. Στην περίπτωση της Ρωσίας, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, αυτό πραγματοποιήθηκε με ένοπλη εξέγερση.
Στις 2 Μαρτίου 1919, ενώ ακόμα η Ρωσική (σοβιετική) επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Λένιν ίδρυσε την Γ’ Κομουνιστική Διεθνή, της οποίας εκτελεστικό όργανο ήταν η Κομιντέρν (βλ. λ.). Από τη στιγμή εκείνη η ιστορία του κ. συνδέθηκε, κατά μεγάλο μέρος, με την ιστορία του μπολσεβίκικου κράτους, αν και το παγκόσμιο κίνημα έθετε πάντα νέα προβλήματα και προκαλούσε εξελίξεις, και έτσι η ιστορία μίας επανάστασης και ενός εθνικού κράτους, της Σοβιετικής Ένωσης, ενσωματώθηκε σε μια ευρύτερη ιστορική εξέλιξη.
Μετά την αποτυχία της ουγγρικής κομουνιστικής δημοκρατίας του Μπέλα Κουν και του γερμανικού κ. του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ, λίγο μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, τη θέση της παγκόσμιας (διαρκούς) επανάστασης, που υποστήριζε ο Τρότσκι, πήρε η θέση του σοσιαλισμού σε μία και μόνο χώρα, που υποστήριζε κυρίως ο Στάλιν. Από τη νέα αυτή θέση δημιουργήθηκε, μετά τον θάνατο του Λένιν (1924), η αντίθεση μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι, που κατέληξε στην επικράτηση του πρώτου. Η σταλινική εξουσία και η ιδεολογία που συνδέθηκε με αυτήν επιβλήθηκαν με ατσάλινη κομματική πειθαρχία και σκληρότατες διώξεις, τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά, οι οποίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με τις δίκες και τις εκτελέσεις του 1936 και του 1938, ενώ στο εσωτερικό επιδιώχθηκε η πραγματοποίηση μιας κολεκτιβιστικής οικονομίας μέσω των πενταετών σχεδίων.
Ο τροτσκισμός, που οργανώθηκε στο εξωτερικό ως Δ’ Διεθνής, προσέλκυσε ελάχιστους οπαδούς, παρά την ισχυρή προσωπικότητα του Τρότσκι, που δολοφονήθηκε το 1940 στο Μεξικό, πιθανότατα από σταλινικούς πράκτορες. Βασικός σκοπός της κομουνιστικής πολιτικής την περίοδο του Στάλιν (έως τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο) ήταν η σταθεροποίηση του σοσιαλισμού στο εσωτερικό της χώρας. Γι’ αυτό τα κομουνιστικά κόμματα των διαφόρων χωρών σύναψαν συμμαχίες με τους σοσιαλιστές και τους δημοκρατικούς αστούς, που οδήγησαν στη δημιουργία –στη Γαλλία, στην Ισπανία και στην Κίνα– των λεγόμενων Λαϊκών Μετώπων, τα οποία επιδοκίμασε επίσημα η Γ’ Διεθνής, το 1935. Η αποτυχία τους όμως και η επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης του 1939 είχαν ως συνέπεια τη συνεννόηση, τουλάχιστον προσωρινή, με τη ναζιστική Γερμανία. Αλλά η γερμανική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ), η οποία είχε ως επακόλουθο τη σύμπλευση μεταξύ των Σοβιετικών και των Δυτικών συμμάχων, και η σημαντική κομουνιστική συμβολή στις τάξεις της Αντίστασης εναντίον του φασισμού και του ναζισμού ενίσχυσαν τη θέση του σοβιετικού και του διεθνούς κ. κατά τα τελευταία έτη του πολέμου και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η πολιτική του Στάλιν μπήκε σε νέα φάση, δυναμική αυτή τη φορά, θέτοντας ως γραμμή την εξάπλωση του κ. στον κόσμο. Καθώς η Κομιντέρν είχε διαλυθεί το 1943, το 1947 ιδρύθηκε η Koμινφόρμ (βλ. λ.) με έδρα το Βελιγράδι, που επεδίωκε να ενισχύσει την ένωση των κομουνιστικών κομμάτων των νέων λαϊκών δημοκρατιών (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Αλβανία και Γιουγκοσλαβία) που δημιουργήθηκαν στην ανατολική Ευρώπη μετά τον πόλεμο, και των ισχυρότερων και πολυπληθέστερων κομουνιστικών κομμάτων (Ιταλία, Γαλλία).
Το κομουνιστικό κόμμα της ΕΣΣΔ έτεινε, φυσικά, να συμπεριφερθεί ως καθοδηγητικό κόμμα εξαιτίας της μακράς κυβερνητικής πείρας του και του αποφασιστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει στον πόλεμο εναντίον του φασισμού και στην απελευθέρωση της Ευρώπης. Οι επιτακτικές ανάγκες της ανοικοδόμησης και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, από την άλλη πλευρά, ευνόησαν την ευθυγράμμιση των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και των ευρωπαϊκών κομουνιστικών καθεστώτων, όχι πάντα σε αρμονία με τις διαφορετικές ιστορικές θέσεις καθεμίας από τις χώρες: η Γιουγκοσλαβία, για παράδειγμα, η Αλβανία, η Κίνα και –αργότερα και σε άλλη γεωγραφική περιοχή– η Κούβα, είχαν πραγματοποιήσει αυτόνομα και χωρίς την άμεση βοήθεια του Ερυθρού Στρατού τη δική τους επανάσταση. Τάσεις αυτονομίας εκδηλώθηκαν επίσης πολύ γρήγορα στο ιταλικό και στο γαλλικό κομουνιστικό κόμμα, υποστηριζόμενα από σημαντικές δυνάμεις, ενώ στα γραπτά του Παλμίρο Τολιάτι βρίσκονται τα πρώτα στοιχεία μιας νέας και ευρύτερης αντίληψης για την ανάπτυξη του κ. στις διάφορες χώρες.
Η κρίση του κ. έγινε φανερή το 1948, όταν ο στρατάρχης Τίτο εξέφρασε τη θέληση της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομουνιστών (δηλαδή του κομουνιστικού κόμματος της πρώην Γιουγκοσλαβίας) να ακολουθήσουν αμιγώς γιουγκοσλαβικό δρόμο για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού στη χώρα τους. Ήταν η πρώτη διαφωνία προς τις εντολές της Μόσχας, διαφωνία που ο Στάλιν δεν ανέχτηκε, και έτσι ο Τίτο αποκλείστηκε από την Κομινφόρμ, της οποίας η έδρα μεταφέρθηκε στη Βουδαπέστη. Τη γιουγκοσλαβική διαφωνία ακολούθησε κύμα εκκαθαρίσεων στις τάξεις των κομμάτων της ανατολικής Ευρώπης, ακριβώς τη στιγμή (1949) που το κινεζικό κομουνιστικό κόμμα υπό την ηγεσία του Μάο Τσε-τουνγκ καταλάμβανε θριαμβευτικά την εξουσία και εξασφάλιζε τον έλεγχο ολόκληρης της Κίνας, εκτός από τη Φορμόζα (σημερινή Ταϊβάν).
Με τον θάνατο του Στάλιν, το 1953, έκλεισε κατά κάποιον τρόπο μια εποχή του κ. και άρχισε, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, η εποχή των μεταρρυθμίσεων. Φιλελευθεροποιήθηκαν οι σχέσεις στο εσωτερικό των λαϊκών δημοκρατιών και άρχισε ο διάλογος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ο πόλεμος της Κορέας τερματίστηκε με την ανακωχή του 1953 και το επόμενο έτος ρυθμίστηκε στη Γενεύη το ακανθώδες πρόβλημα της Ινδοκίνας.
Η ΕΣΣΔ και η Κίνα αντιλήφθηκαν τη σημασία του Τρίτου κόσμου, που τονίστηκε στη διάσκεψη του Μπαντούνγκ (1955) και ξεκίνησαν έντονη προσπάθεια διείσδυσης στις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας. Στη νοτιοανατολική Ασία απέκτησε αποφασιστική βαρύτητα η κινεζική επιρροή.
Η ιδεολογική πορεία των δύο μεγάλων κομουνιστικών δυνάμεων όμως δεν ήταν παράλληλη και ενώ η ΕΣΣΔ διατύπωνε την αρχή της «ειρηνικής συνύπαρξης», η Κίνα, που είχε τότε αποκλειστεί από τον OHE και την αγνοούσε ο δυτικός κόσμος, έτεινε προς ακραίες αντιιμπεριαλιστικές και αντικαπιταλιστικές θέσεις. Σταθμός ιδιαίτερης σημασίας στην ιστορία του σύγχρονου κ. ήταν το 20ό συνέδριο του σοβιετικού κομουνιστικού κόμματος (1956) που δέχτηκε επίσημα τη θέση ότι υπάρχει η δυνατότητα να περάσει μια χώρα στον σοσιαλισμό με κοινοβουλευτικές μεθόδους.
Ούτε, όμως, η ίδια η ειρηνική συνύπαρξη απέφυγε απότομες επιστροφές στο παρελθόν: Σοβιετικοί και Αμερικανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στο Βερολίνο (1961) και το επόμενο έτος στην Κούβα. Τέλος, το 1964 εκδηλώθηκε επίσημα η βιετναμέζικη κρίση. Στο μεταξύ, η Κίνα μετέτρεψε τη λανθάνουσα αντίθεσή της προς την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ σε απροκάλυπτη αντίδραση.
Στην Κίνα η αποκαλούμενη Πολιτιστική επανάσταση και η απόκτηση πυρηνικού εξοπλισμού το 1967 υπογράμμισαν τη διάσπαση του κομουνιστικού κόσμου σε δύο συνασπισμούς, καθένας από τους οποίους ακολουθούσε τη δική του πορεία, διεκδικώντας για τον εαυτό του την ορθότητα της ερμηνείας και της εφαρμογής των θεωρητικών αρχών. Τη διάσπαση του κομουνιστικού κόσμου (δεύτερη, μετά την απόσχιση του Τίτο από την Κομινφόρμ, το 1948) ακολούθησαν βαθύτατες ζυμώσεις στους κόλπους του παγκόσμιου κινήματος, που όλες τελικά κατέληξαν στο πρόβλημα του δρόμου που όφειλε να ακολουθήσει το κάθε κομουνιστικό κόμμα στην πορεία του προς τον σοσιαλισμό.
Η επέμβαση των Σοβιετικών στην Πράγα, το 1968, και το ευρύτερο νεολαιίστικο κίνημα που εξαπλώθηκε σε πολλές δυτικές χώρες, άλλοτε ως αντίδραση στον πόλεμο του Βιετνάμ, άλλοτε ως εσωτερική αντίδραση κι άλλοτε πάλι ως αντίδραση στην εφαρμοζόμενη πατερναλιστική αντίληψη των Σοβιετικών πάνω στο διεθνές κομουνιστικό κίνημα, οδήγησαν κατά τη δεκαετία του ’70 σε νέες ιδεολογικές αναζητήσεις και στην ευρεία πλέον αμφισβήτηση του σοβιετικού μοντέλου. Ο ευρωκομουνισμός, μια τάση που διαμορφώθηκε κυρίως από διανοητές των μεσογειακών χωρών (ανάμεσά τους και οι Έλληνες Νίκος Πουλαντζάς και Κορνήλιος Καστοριάδης), καθιστούσε σαφές ότι ο κ. χωρίς την ύπαρξη της ατομικής ελευθερίας είναι αδιανόητος.
Η στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε στην Πολωνία και η επέμβαση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν (1980) συνέβαλαν στην καθολικότερη αμφισβήτηση του σοβιετικού μοντέλου, το οποίο κατέρρευσε μαζί με τα προσκείμενα καθεστώτα των χωρών της ανατολικής Ευρώπης μετά από μόλις μία δεκαετία. Η κατάρρευση αυτή ενίσχυσε την ιδεολογική κρίση του κομουνιστικού κινήματος και προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στα υπάρχοντα καθεστώτα και στα κομουνιστικά κόμματα, που αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν πολλές από τις θέσεις τους. Στις αρχές του 21ου αι. η ιδεολογία του κ., αν και εξακολουθεί να επηρεάζει κινήματα και κράτη (κυρίως πλέον στη νοτιοανατολική Ασία, με επίκεντρο την Κίνα), στον δυτικό κόσμο τείνει να αναμειχθεί με ευρύτερα κινήματα αμφισβήτησης της καταναλωτικής κοινωνίας (οικολόγοι, πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης κ.ά.).
Σοβιετική αφίσα που καλεί τους εργάτες να διαθέσουν ώρες για την κατασκευή έργων.
Ο Μάο Τσε-τουνγκ με τον στενό συνεργάτη του και υπουργό Άμυνας Λιν Πιάο (φωτ. ΑΠΕ).
Μετά τον θάνατο του Στάλιν ξεκίνησε για την ΕΣΣΔ μια εποχή μεταρρυθμίσεων· στη φωτογραφία, ο τάφος του Ιωσήφ Στάλιν στο τείχος του Κρεμλίνου (φωτ. ΑΠΕ).
Μία από τις μεγαλύτερες επιδιώξεις του κινεζικού κομουνισμού υπήρξε η αγροτική μεταρρύθμιση. Στη φωτογραφία, μία προπαγανδιστική λιθογραφία που παρουσιάζει διανομή τίτλων ιδιοκτησίας σε χωρικούς.
Ο Λέον Τρότσκι υποστήριζε τη θέση της παγκόσμιας διαρκούς επανάστασης (φωτ. ΑΠΕ).
Πίνακας του Νικολάι Μπρόνσκι, όπου ο Λένιν, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του κομουνισμού, εικονίζεται να εκφωνεί λόγο πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση.
Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, γνωστός ως Λένιν, πίστευε ότι θα υπάρξουν πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις με κομουνιστική κατεύθυνση και σε άλλες χώρες εκτός από τη Ρωσία ενώ προέβλεπε μια παγκόσμια επανάσταση.
Ο Καρλ Μαρξ υπήρξε ο θεωρητικός του επιστημονικού κομουνισμού.
Εικόνα από την «Ουτοπία» (1516), στην οποία ο Τόμας Μουρ διατυπώνει κομουνιστικές θεωρίες.
Dictionary of Greek. 2013.